- παγοποιητικός
- -ή, -ό [παγοποιός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παγοποιία ή στον παγοποιό2. αυτός με τον οποίο γίνεται ο πάγος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παγοποιητικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την κατασκευή του τεχνητού πάγου: Παγοποιητικές εγκαταστάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)